ακυρωμένος, ο τριμένος, ο απολεπισμένος
scrubbed
Ερμηνεία:
Αυτό που έχει ακυρωθεί ή τον έχουν ακυρώσει. Αυτός που έχει απομακρυνθεί με τρίψιμο. Αυτ'ος που έχει απολεπιστεί με το τρίψιμο.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
The 'scrubbed surgeon' in robotic surgery.Kumar R, Hemal AK.World J Urol. 2006 Jun;24(2):144-7.
Shuttle flight scrubbed. Smith RJ.Science. 1984 Jul 27;225(4660):395
Operating Room Hand Preparation: To Scrub or to Rub? Fry DE.Surg Infect (Larchmt). 2019 Feb/Mar;20(2):129-134.
Συνώνυμα:
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Νοσηλευτική:
|